πεδίλῳ

πεδίλῳ
πεδί̱λῳ , πέδιλον
sandals
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπεδιλώ — καταπεδιλῶ, όω (Μ) καλύπτω, περιβάλλω με πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδιλῶ (< πέδιλον), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • πεδιλώνω — και πεδιλώ, όω προσαρμόζω πέδιλο, δηλ. ξύλινο ή μεταλλικό τεμάχιο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε ένα αντικείμενο («πεδιλώνω βλήμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον. Η λ., στον τ. πεδιλόω, ώ μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”